-
1 ταραχή
[тарахи] ουσ. Θ. приведение в движение, волнение, беспокойство, тревога, шум.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ταραχή
-
2 расстройство
-а ουδ.1. εξάρθρωση, ξεχαρ-βάλιασμα, σπαράλιασμα• αποδιοργάνωση.2. διαταραχή•расстройство желудка διαταραχή του στομαχιού• -- пищеварения διαταραχή του πεπτικού συστήματος•
нервное расстройство νευρική ταραχή.
3. ψυχική ταραχή• σύγχυση•он сегодня в -е αυτός σήμερα έχει ψυχική ταραχή,είναι ταραγμένος..
-
3 смятение
-я ουδ.1. σύγχυση, (ανα)ταραχή•душевное смятение ψυχική ταραχή•
смятение овладело им τον κυρίευσε ταραχή.
|| αναστάτωση, αναμπουμπούλα• ανακατωσούρα.2. πανικός.3. στάση, στασίαση. -
4 беспокойство
беспокойство с 1) (волне ние ) η ανησυχία 2) (наруше ние покоя) η ταραχή, η ενό χληση простите за \беспокойство με συγχωρείτε που σας ενοχλώ* * *с1) ( волнение) η ανησυχία2) ( нарушение покоя) η ταραχή, η ενόχλησηпрости́те за беспоко́йство — με συγχωρείτε που σας ενοχλώ
-
5 волнение
волнение с 1) (беспокойство) η συγκίνηση, η ταραχή, η ανησυχία 2) (на море) η θαλασσοταραχή 3) мн.: \волнениея (народные) οι ταραχές* * *с1) ( беспокойство) η συγκίνηση, η ταραχή, η ανησυχία2) ( на море) η θαλασσοταραχή3) мн.волне́ния (народные) — οι ταραχές
-
6 смущение
-
7 тревога
-
8 буря
-и θ.1. θύελλα, καταιγίδα, μπόρα•-утихла η θύελλα κόπασε.
2. μτφ. δυνατή ψυχική ταραχή, μπουρίνι.εκφρ.буря в стакане воды – μεγάλη ψυχική ταραχή ή συζήτηση για το τίποτε. -
9 волнение
-я ουδ.1. κύμανση, ταραχή του νερού.2. μτφ. ταραχή, ανησυχία•жизнь, полная тревог и -ий η ζωή είναι γεμάτη από φόβους και ταραχές.
3. μτφ. αναβρασμός•волнение рабочих αναβρασμός των εργατών.
-
10 конфуз
-а α.ταραχή, σύγχυση, κονφούζιο•испытывать конфуз έχω ταραχή•
привести в конфуз συγχύζω•
какойконфуз! τι σύγχυση!
-
11 потрясение
-я ουδ.1. κλονισμός, μεγάλη ταραχή•нравственное потрясение ηθικός κλονισμός•
нервное потрясение νευρική ταραχή.
2. τράνταγμα, ισχυρή δόνηση, ταρακούνημα•потрясение основ государства ο κλονισμός των θεμελίων του κράτους.
-
12 смута
-ы θ.1. παλ. στάση, στασίαση, ανταρσία. || διχόνοιες• έριδες• γκρίνιες•в семье διχόνοιες στην οικογένεια.
2. μτφ. ταραχή•смута в душе ψυχική ταραχή.
εκφρ.сеять -у – σπέρνω διχόνοιες. -
13 тревога
-и θ.1. φόβος, ανησυχία, ταραχή, άγχος• αδημονία•тревога за будущее ανησυχία για το μέλλον•
маму охватила какая-то тревога τη μάνα την κυρίευσε κάποιος φόβος.
|| θόρυβος, ταραχή, φασαρία•что за тревога на улице? τι φασαρία γίνεται έξω;
2. συναγερμός•сигналтревогаи σύνθημα συναγερμού•
ударить -у σημαίνω συναγερμό•
отбой -и παύση του συναγερμού•
в случае -и σε περίπτωση συναγερμού.
εκφρ.бить -у – κρούω τον κώδωνα του κινδύνου (επισημαίνω επερχόμενο κακό ή κακές συνέπειες). -
14 амок
мед. το αμόκ, η βίαια μανία, η έντονη ταραχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > амок
-
15 расстройство
1. (нарушение порядка, строя, неисправное состояние) η διατάραξη, η ανωμαλία 2. (нарушение нормального функционирования) η διαταραχήη διατάραξη, η ταραχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расстройство
-
16 ажиотаж
ажиотажм1. ἡ ταραχή;2. ком. ἡ κερδοσκοπία -
17 баламутить
баламутитьнесов разг в разн. знач. θολώνω, ταράσσω, φέρνω σύγχυση, ταραχή. -
18 беспокойство
беспоко́й||ствос1. (озабоченность) ἡ ἀνησυχία, ἡ ἐγνοια;2. (волнение) ἡ ταραχή, ἡ ἀνησυχία:испытывать \беспокойствоство εἶμαι ἀνήσυχος;3. (нарушение покоя) ἡ διατάραξη τής ήσυχίας, ἡ ἐνόχληση [-ις]:причинять \беспокойствоство προξενώ ἀνησυχία; простите за \беспокойствоство! μέ συγχωρείτε γιά τήν ἐνόχληση! -
19 возбуждение
возбужд||ениес1. (действие) ἡ διέγερση [-ις], ὁ ἐρεθισμός, ἡ παρόρμηση [-ις]·2. (состояние) ἡ ταραχή, ἡ διέγερση [-ις]:нервное \возбуждениеение ἡ νευρική διέγερση, ὁ νευρικός ἐρεθισμός· быть в сильном \возбуждениеении εἶμαι πολύ ἐρεθισμένος. -
20 возбужденный
возбужд||енный1. прич. от возбуждать·2. прил ἐρεθισμένος, ταραγμένος:\возбужденныйенное состояние ἡ ταραχή, ὁ ἐρεθισμός, ἡ διέγερση· \возбужденныйенный вид ἡ ταραγμένη ὀψη.
См. также в других словарях:
ταραχῇ — ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχή — disorder fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχή — η, ΝΜΑ [ταράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράσσω, διατάραξη, διασάλευση 2. ανησυχία, κυρίως ψυχική, σύγχυση (α. «η γαλήνη σας γίνεται ταραχή», Σεφέρης β. «καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», Θουκ.) 3. (νεοελλ. συν. στον πληθ.)… … Dictionary of Greek
ταραχή — η 1. βίαιη ανακίνηση, ανακάτωμα: Η ταραχή της θάλασσας. 2. μτφ., αταξία, σύγχυση, θόρυβος: Στον πανικό επικρατεί ταραχή. 3. πληθ., διατάραξη της δημόσιας τάξης: Άρχισαν ταραχές στην Αθήνα. 4. ψυχική ανησυχία, συγκίνηση, συγκλονισμός: Μου φερε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταραχῆι — ταραχῇ , ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχαῖς — ταραχή disorder fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχαί — ταραχή disorder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχῆς — ταραχή disorder fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχῇσι — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχῇσιν — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχήν — ταραχή disorder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)